- απορρίπτομαι
- απορρίπτομαι, απορρίφθηκα και απορρίφτηκα βλ. πίν. 12
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
отъметати — ОТЪМЕ|ТАТИ (88), ЧОУ (ЩОУ), ЧЕТЬ (ЩЕТЬ) гл. 1.Отметать, сметать: сластолюбьѥ и тщеславье… ˫ако пра(х) егоже ѿмеще(т) вѣтръ ѿ лица земли. (ἐκρίπτει) ГБ к. XIV, 203в; || перен.: и аще будуть въкѹпь д҃ша и ср(д)це. и мозгъ главъныи. и ти ведѹть… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εκχύνω — και εκχέω (AM ἐκχέω) 1. χύνω προς τα έξω, χύνω («τὸ μητρὸς αἷμα ὅμαιμον ἐκχέας») 2. μέσ. εκχύνομαι α) (για ποταμούς) εκβάλλω, ξεχύνομαι β) εκρέω, αναβλύζω γ) μτφ. δίνω διέξοδο στα συναισθήματά μου, παραφέρομαι, ξεσπώ, ξεχύνομαι αρχ. 1. δίνω,… … Dictionary of Greek
κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… … Dictionary of Greek
παρεκλύω — Α 1. ανακουφίζω από κάτι («παρεκλύειν τοῡ ἐπισπασμοῡ», Σωρ.) 2. παθ. παρεκλύομαι απορρίπτομαι ως απαράδεκτος, αποκλείομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐκλύω «απελευθερώνω, απολυτρώνω»] … Dictionary of Greek
πείρα — η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.) νεοελλ. 1. καθετί που πέφτει στην… … Dictionary of Greek
συνεκπίπτω — Α [ἐκπίπτω] 1. εκβάλλομαι, απορρίπτομαι συγχρόνως 2. εκτρέπομαι από την ευθεία οδό μαζί με κάποιον 3. εξορίζομαι μαζί με κάποιον 4. διασκορπίζομαι, εξαφανίζομαι («ἀτμὸς συνεκπίπτει ἀπιόντι τῷ θερμῷ», Πλούτ.) 5. εξορμώ μαζί με άλλον εναντίον… … Dictionary of Greek
πετιέμαι — πετάχτηκα 1. τινάζομαι απότομα, σηκώνομαι από τη θέση μου αμέσως: Μόλις χτύπησε η πόρτα πετάχτηκα από τη θέση μου. 2. απορρίπτομαι ως άχρηστος: Πετάχτηκαν στους δρόμους οι άνθρωποι, γιατί δεν πλήρωσαν το νοίκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)